Πίσω
23/09/2023

«Ο ρόλος των μικρομεσαίων Επιχειρήσεων (ΜμΕ) στην Ελληνική Οικονομία»

Ομιλία του Διοικητή της ΤτΕ Γιάννη Στουρνάρα στο συνέδριο που διοργάνωσε η ΓΣΕΒΕΕ και το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών με θέμα «Οι προκλήσεις των μικρών επιχειρήσεων σε ένα μεταβαλλόμενο οικονομικό περιβάλλον»
resource

Η συμμετοχή των ΜμΕ στην ελληνική οικονομία

Οι ΜμΕ αποτελούν την κύρια βάση της οικονομίας, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στην Ελλάδα το 2022 οι ΜμΕ ήταν 731.829 και αποτελούσαν το 99,9% των επιχειρήσεων στον μη χρηματοπιστωτικό τομέα, απασχολούσαν το 83,5% των εργαζομένων ή 2,2 εκατομμύρια άτομα και παρήγαγαν το 57% της προστιθέμενης αξίας ή 34,8 δισεκ. ευρώ1. Λόγω της αυξημένης βαρύτητάς τους στον οικονομικό και κοινωνικό ιστό έχουν κομβική σημασία για τη διττή μετάβαση της Ελλάδας σε μια πράσινη και ψηφιακή οικονομία.

Ωστόσο οι ΜμΕ διαφέρουν σημαντικά μεταξύ τους. Κυμαίνονται από ελεύθερα επαγγέλματα και πολύ μικρές επιχειρήσεις στον τομέα των υπηρεσιών μέχρι μεσαίες βιομηχανικές επιχειρήσεις, και από παραδοσιακές βιοτεχνίες μέχρι νεοφυείς επιχειρήσεις υψηλής τεχνολογίας. Κυρίαρχος τομέας δραστηριότητας των ΜμΕ, στη Ελλάδα συμπεριλαμβανομένων και των ατομικών επιχειρήσεων, είναι το χονδρικό και λιανικό εμπόριο, ενώ έπονται οι επαγγελματικές και τεχνικές υπηρεσίες, η παροχή καταλύματος, οι κατασκευές και η μεταφορά και αποθήκευση.

Tο μερίδιο των πολύ μικρών επιχειρήσεων (με κάτω από 10 άτομα) στην απασχόληση είναι μεγαλύτερο στην Ελλάδα σε σχέση με την ΕΕ. Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα το 94,5% των επιχειρήσεων είναι πολύ μικρές και απασχολούν το 55,8% των εργαζομένων και παράγουν το 30,6% της προστιθέμενης αξίας.2 Η μεγαλύτερη παρουσία των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα συνδέεται και με το μεγάλο αριθμό των αυτό-απασχολούμενων οι οποίοι αποτελούν περίπου το 30% των απασχολούμενων. Η εκτεταμένη παρουσία μονοπρόσωπων και πολύ μικρών επιχειρήσεων αποτελεί κυρίαρχο και προβληματικό χαρακτηριστικό, καθώς η παραγωγικότητα στις επιχειρήσεις αυτές είναι γενικά χαμηλή και υπολείπεται του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Ωστόσο, αν και το μικρό μέγεθος των ΜμΕ θεωρείται γενικά προβληματικό, σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να αποτελέσει πλεονέκτημα. Για παράδειγμα, σε δραστηριότητες υψηλής τεχνολογίας, η παρουσία πολλών μικρών επιχειρήσεων είναι αναμενόμενη και χρήσιμη, όταν αυτές βρίσκονται σε ένα πρώιμο στάδιο του επιστημονικού και επιχειρηματικού κύκλου που επιτρέπει ευελιξία, με προοπτική μεγέθυνσης στη συνέχεια, ή διασύνδεσης με άλλες επιχειρήσεις (βλ. Έκθεση Πισσαρίδη, 2020)3. Ταυτόχρονα, σε πιο παραδοσιακούς κλάδους όπως το λιανικό εμπόριο, ο τουρισμός, η εστίαση, ο πολιτισμός και η ψυχαγωγία, η παρουσία μικρών επιχειρήσεων με ειδικά χαρακτηριστικά μπορεί να βοηθήσει στην ποιοτική εξειδίκευση και να προσφέρει σημαντική αξία.

Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (2023) το 69,1% των ΜμΕ4 στην Ελλάδα δραστηριοποιείται σε κλάδους υπηρεσιών χαμηλής έντασης γνώσης και σε κλάδους της μεταποίησης χαμηλής τεχνολογίας, απασχολεί το 76,6% των εργαζομένων και παράγει το 66,3% της προστιθέμενης αξίας των ΜμΕ.5 Συνεπώς, σε αντιδιαστολή με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο,6 οι ελληνικές ΜμΕ δραστηριοποιούνται σε μεγαλύτερο βαθμό σε κλάδους των υπηρεσιών και της μεταποίησης με χαμηλό τεχνολογικό και γνωσιακό περιεχόμενο, γεγονός που επιδρά αρνητικά στην παραγωγικότητα της ελληνικής οικονομίας και περιορίζει τις δυνατότητες παραγωγής και εξαγωγής προϊόντων και υπηρεσιών έντασης τεχνολογίας και γνώσης.

Παρόλα αυτά, όπως επισημαίνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (2023), η Ελλάδα έχει κάνει σημαντικά βήματα προόδου σε όρους καινοτομίας, ενθάρρυνσης της κυκλικής οικονομίας, κόστους έναρξης μιας επιχείρησης και κόστους επίλυσης της αφερεγγυότητας.

Δείτε όλη την ομιλία εδώ